- τριημιπόδιος
- -ον, Α1. αυτός που έχει μήκος ενός και μισού ποδός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριημιπόδιονένας και μισός πους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιπόδιον, κατά τα επίθ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριημιποδιαίος — αία, ον, Α τριημιπόδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιπόδιος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
τριημιπόδιον — τὸ, Α βλ. τριημιπόδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πόδιον (< πούς, ποδός)] … Dictionary of Greek
τριημιποδίου — τριημιπόδιον a foot and a half neut gen sg τριημιπόδιος a foot and a half masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)